- αυτομάθεια
- η самообучение, самообразование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτομάθεια — η (Α αὐτομάθεια και θία) [αυτομαθής] το να μαθαίνει κανείς μόνος του, χωρίς δάσκαλο … Dictionary of Greek
αὐτομαθείας — αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem acc pl αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάθειαν — αὐτομάθεια self teaching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)